σπινόζειος

σπινόζειος
-α, -ο, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φιλόσοφο Σπινόζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σπινόζα. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Ιγν. Μοσχάκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”